- ανατίναγμα
- το , ανατίναγμός ο1) тряска; подбрасывание; 2) вздрагивание; подпрыгивание, подскакивание (от радости и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατίναγμα — το, ατος και ανατιναγμός, ο αναπήδημα, τράνταγμα: Το ανατίναγμα, απ τις λακκούβες του δρόμου, μας είχε όλους ανακατέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατίναγμα — το τίναγμα προς τα επάνω, αναπήδηση, ανασκίρτηση … Dictionary of Greek
αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση … Dictionary of Greek
αναπήδηση — η ανατίναγμα, ορμητική ανάβλυση: Η αναπήδηση του νερού της πηγής έφτανε το μέτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπετάρισμα — το, ατος ανατίναγμα, τσάκισμα, νάζι: Το αναπετάρισμά της όμως είχε τη χάρη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)